Κυπαρίσσιος

Κυπαρίσσιος
Κυπαρίσσιος, ὁ (Α) [κυπάρισσος]
τίτλος τού Απόλλωνος στην Κω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυπάρισσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση τον αναφέρει ως ωραιότατο έφηβο, ευνοούμενο του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν κάποτε σκότωσε άθελά του το αγαπημένο του ελάφι, η θλίψη του ήταν αφόρητη και ο Απόλλωνας για να τον λυτρώσει τον… …   Dictionary of Greek

  • κυπαρισσίου — κυπαρίσσιον neut gen sg κυπαρίσσιος masc gen sg κυπαρισσίας Euphorbia aleppica masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπαρίσσιον — neut nom/voc/acc sg κυπαρίσσιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”